- λανθανούσας
- λανθανούσᾱς , λανθάνωescape noticepres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)λανθανούσᾱς , λανθάνωescape noticepres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
μηλολόνθη — (melolontha melolontha). Έντομο της οικογένειας των Σκαραβαιιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Έχει μήκος 3 περίπου εκ., χρώμα κοκκινωπό καστανό στα ανώτερα μέρη και μαυριδερό στα κατώτερα· στα πλευρά κάθε κοιλιακού τμήματος υπάρχει μια τριγωνική,… … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
αναβίωση — Χαρακτηριστική ικανότητα διαφόρων ζωικών (π.χ. πρωτόζωων και βοαδυπόρων) και φυτικών οργανισμών (όπως οι λειχήνες, οι μύκητες και τα βακτήρια) να αποκτούν πάλι την κανονική ζωτικότητα έπειτα από μια περίοδο αναστολής της, λόγω εξωτερικών αιτιών,… … Dictionary of Greek
εναλλαγή — Ανταλλαγή γενετικού υλικού ανάμεσα σε ζεύγη χρωμοσωμάτων που προέρχονται από τους δύο γονείς ενός ατόμου, στη διάρκεια του σχηματισμού του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου. * * * η (AM ἐναλλαγή) 1. αμοιβαία αλλαγή, εκ περιτροπής διαδοχή, διαδοχική… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
λαθροβίωση — η [λαθροβιώ] 1. ο τρόπος ζωής τού λαθρόθιου 2. βιολ. η κατάσταση λανθάνουσας ζωής που παρατηρείται κατά την εγκύστωση τών κατώτερων οργανισμών και κατά την οποία οι φυσιολογικές λειτουργίες μειώνονται στο ελάχιστο, εξαιτίας δυσμενών συνθηκών… … Dictionary of Greek
φωτογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτογραφία («φωτογραφική μηχανή» συσκευή που χρησιμεύει για τη λήψη φωτογραφιών) 2. το θηλ. ως ουσ. η φωτογραφική η τέχνη τού φωτογράφου 3. φρ. α) «φωτογραφική εμφάνιση» (φωτογρ.) το σύνολο τών… … Dictionary of Greek
ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… … Dictionary of Greek
θερμοβαθμίδα — Η βαθμίδα της θερμοκρασίας του ατμοσφαιρικού αέρα, δηλαδή η μεταβολή της θερμοκρασίας μιας μάζας αέρα ανά μονάδα μήκους. Η θ. θεωρείται ως άνυσμα κάθετο στις ισόθερμες και με φορά από τις υψηλές προς τις χαμηλές θερμοκρασίες. Διακρίνονται οι εξής … Dictionary of Greek